Χρονικού Συνέχεια

Στα 1984, στις συζητήσεις μου με τον αείμνηστο μαέστρο του Ελληνικού Μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Τότη Καραλίβανο για την επικείμενη τότε -έστω και συναυλιακά- αναβίωση της Ρέας του Σπύρου Σαμάρα στο Φεστιβάλ Κέρκυρας του ίδιου έτους, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την αδυναμία του Μαέστρου σε ένα έργο που είχε ο ίδιος διδάξει και διευθύνει, Τη Μάρτυρα.

Η Μάρτυς ήταν κατά τον Καραλίβανο ένα έργο που εμπεριείχε όλα τα στοιχεία ενός σημαντικού μελοδράματος: πυκνό αι περιεκτικό κείμενο σε ποιητική γλώσσα περιωπής (ο λιμπρετίστας του, ο Luigi Illica, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους του είδους του σ’ ολόκληρη την ιστορία της όπερας) και συνάμα μουσική χυμώδη, μελωδικά ευρηματική και, το σημαντικότερο, απόλυτα θεατρική. Ο Μαέστρος τόνιζε ακόμα πως Η Μάρτυς υπήρξε η δεύτερη μεγάλη επιτυχία του Σαμάρα ύστερα από τη Φλόρα Μίράμπιλις και συγχρόνως μια από τις πρώτες «πλήρεις» (σε αντίθεση με τις προηγηθείσες όπερες του P.Mascagni Καβαλερία Ρουστικάνα και του R. Leoncavallo Οι Παλιάτσοι, που δεν καλύπτουν σε διάρκεια μόνες τους μια θεατρική βραδυά) του βεριστικού κινήματος.

Η πίστη του Καραλίβανου στο έργο με επηρέασε βαθιά και σκέφτηκα πως στο πλαίσιο της προσπάθειάς μου για την αναβίωση και διάδοση του ευρύτερου έργου του συνθέτη άξιζε η επόμενη επιλογή να είναι Η Μάρτυς. Η σκέψη αυτή έγινε απόφαση, όταν μελέτησα το σπαρτίτο του έργου, που ο ίδιος ο Μαέστρος είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει και που περιείχε και τη δική του ελληνική μετάφραση του λιμπρέτου.

Η Μάρτυς μού αποκαλύφθηκε σαν όντως κάτι το εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τις προηγηθείσες Φλόρα και Μετζέ. Είναι ίσως το πρώτο από τα έργα του (και λέγω ίσως, διότι δεν γνωρίζω την αμέσως προηγούμενη Λιονέλα στο σύνολό της), στο οποίο συναντάμε την τεχνική της συνεχούς μουσικής ροής και όχι της τεμαχισμένης σε αυτοτελή τμήματα (άριες, σύνολα κ.λπ.) και που σε συνάρτηση με το σύγχρονο της υποθέσεως που πραγματεύεται το λιμπρέτο, μας δίνει ουσιαστικά ένα κατεξοχήν βεριστικό πρότυπο. Δεν απέμενε παρά να βρεθεί η ευκαιρία για το ξαναζωντάνεμα Της Μάρτυρος.

Λίγα χρόνια κατόπιν, και συγκεκριμένα στα 1990, κοντά 100 χρόνια μετά τη σύνθεσή της και 30 περίπου ύστερα από το τελευταίο ανέβασμά της από την Εθνική Λυρική Σκηνή, η ευκαιρία μού δόθηκε όταν η Συμφωνική Ορχήστρα του Πάζαρτζικ της Βουλγαρίας, μετά από επανειλημμένες εκτελέσεις της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, μου έκανε την τιμή να με ανακηρύξει επίτιμο προσκεκλημένο αρχιμουσικό της. Μια από τις πρώτες μου προτάσεις στην ορχήστρα ήταν και η ηχογράφηση μελοδραμάτων του Σαμάρα, πράγμα που έγινε ενθουσιωδώς δεκτό, μια και ήταν ήδη γνωστή στον ευρύτερο μουσικό κόσμο της Βουλγαρίας η ιστορία και η μουσική του Σαμάρα, ύστερα από την περιοδεία των μουσικών  συνόλων της Ραδιοφωνίας της Σόφιας στην Κέρκυρα το 1984 και το ανέβασμα εκεί της Ρέας. Η ηχογράφηση Της Μάρτυρος πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1990 (θα ακολουθούσε ένα χρόνο αργότερα στον ίδιο χώρο η ηχογράφηση Της Ξανθούλας του ίδιου συνθέτη) και μετά από λίγους μήνες, τον Νοέμβριο του 1990, χάρη στον αγαπητό μου φίλο Δημ. Μαραγκόπουλο, Η Μάρτυς ακούστηκε ζωντανά στο Νέο Δημοτικό Θέατρο Βόλου με τους ίδιους συντελεστές της ηχογράφησης, δυστυχώς απλώς συναυλιακά και όχι θεατρικά, όπως ακριβώς είχε γίνει και με τη Ρέα έξι χρόνια νωρίτερα.

Οι συνθήκες της ηχογράφησης, πρέπει να πω εδώ, δεν ήταν ιδανικές. Η ακουστική του θεάτρου του Πάζαρτζικ είναι ικανοποιητική αλλά καθημερινά σχεδόν έπρεπε να σταματάμε, όταν μπροστά στη μεγάλη πλατεία του θεάτρου γίνονταν πολιτικές συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια (ήταν πρόσφατη η πολιτική αλλαγή στη Βουλγαρία και η χώρα διάνυε προεκλογική περίοδο). Οι συγκεντρώσεις αυτές, με μεγάφωνα στη διαπασών να μεταδίδουν μεταξύ άλλων και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη στα ελληνικά(!), δημιουργούσαν φοβερό ορυμαγδό που διαπερνούσε τους τοίχους του θεάτρου και εμπόδιζε την ηχογράφηση. Ας αναφέρω εδώ ότι κάποιους τέτοιους ήχους τους αφήσαμε για λόγους ιστορικούς να περάσουν στην ηχογράφηση…

Κλείνοντας αυτή τη «Χρονικού συνέχεια» (χρονικού που άρχισε με τη Ρέα και συνεχίζεται…) δεν μπορώ παρά να σταθώ με ευγνωμοσύνη στους συντελεστές αυτής της ηχογράφησης. Όλοι τους, από τους σολίστ μέχρι την ορχήστρα, τη χορωδία, την εκγυμνάστρια πιανίστα και τον ηχολήπτη, έδωσαν με αυταπάρνηση, κάτω από δύσκολες συνθήκες πολλές φορές, τον καλύτερο εαυτό τους για την πραγμάτωση αυτής της ηχογράφησης. Από τη θέση αυτή τους εκφράζω το θαυμασμό και την αγάπη μου.

Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε αυτούς που έφυγαν και που άμεσα ή έμμεσα με οδήγησαν στον Σαμάρα και στο συγκεκριμένο έργο. Τους θυμάμαι με συγκίνηση, αυτούς τους πρωτεργάτες του μουσικού μας πολιτισμού, τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη και τον Τότη Καραλίβανο, που με προέτρεψαν να ασχοληθώ με το συνθέτη και, βέβαια, τον Κυριάκο Μαραβέλια, που με ενθουσιασμό στήριξε αυτή την προσπάθεια λίγο πριν από τον αναπάντεχο χαμό του.

Η παρούσα όμως εργασία δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί δίχως την ουσιαστική βοήθεια και υποστήριξη της λατρευτής μου γυναίκας. Και γι’ αυτό, σαν μικρό αντίδωρο ας δεχθεί να της αφιερώσω την εργασία μου αυτή.

Σχόλια
Comments